- ἐπαιτῶν
- ἐπαίτηςbeggarmasc gen plἐπαιτέωask besidespres part act masc nom sg (attic epic doric)ἐπαιτέωask besidespres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'παιτῶν — ἀπαιτῶν , ἀπαιτέω demand back pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀπαιτῶν , ἀπαιτέω demand back pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπαιτῶν , ἐπαίτης beggar masc gen pl ἐπαιτῶν , ἐπαιτέω ask besides pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαιτῶν — ἀπαιτῶν , ἀπαιτέω demand back pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀπαιτῶν , ἀπαιτέω demand back pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπαιτῶν , ἐπαίτης beggar masc gen pl ἐπαιτῶν , ἐπαιτέω ask besides pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… … Dictionary of Greek
επαίτης — ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῑτις») [επαιτώ] ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης μσν. νεοελλ. «μοναχοί ἐπαῑτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών … Dictionary of Greek
μπολιάρικα — τα [μπολιάρης] συνθηματική γλώσσα τών μπολιάρηδων, τών επαιτών τής περιοχής Ναυπακτίας … Dictionary of Greek
Ονώριος — I (Κωνσταντινούπολη 384 – Ραβένα 423). Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (395 423) μετά την οριστική διαίρεση της (395) από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μεγάλο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Η βασιλεία του Ο. –που… … Dictionary of Greek